- καρδιοδακάνω
- καρδιοδακάνω και καρδιοδαγκάνω (Μ)δαγκώνω δυνατά κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)-*, εδώ με επιτ. σημασία, + δα(γ)κάνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιοδαγκάνω — (Μ) βλ. καρδιοδακάνω … Dictionary of Greek